τρανζίστορ

τρανζίστορ
transistor

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρανζίστορ — (ελληνικά αποδόθηκε κρυσταλλολυχνία). Ηλεκτρικό εξάρτημα κατασκευασμένο από ημιαγωγούς κρυστάλλους, τοποθετημένους εντός μεταλλικής προστατευτικής θήκης, από την οποία εξέρχονται συνήθως 3 ακροδέκτες (επαφές). Το τ., η ονομασία του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • τρανζίστορ — το άκλ. (λ. αγγλ.) 1. βαλβίδα που λειτουργεί ως διακόπτης ή ως μεταβλητή αντίσταση σε ραδιόφωνα, ακουστικά κτλ. 2. ραδιόφωνο που δουλεύει με τρανζίστορ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κρέμερ, Χέρμπερτ — (Herbert Kroemer, Βαϊμάρη 1928 –). Γερμανός φυσικός. Ξεκίνησε να σπουδάζει φυσική στο πανεπιστήμιο της Ιένα, αλλά η μεταπολεμική διαίρεση της Γερμανίας τον οδήγησε στην απόφαση να μεταγραφεί στο Γκέτινγκεν, στη νεοσυσταθείσα Δυτική Γερμανία, όπου …   Dictionary of Greek

  • ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλολυχνία — Ηλεκτρονική συσκευή. Επικράτησε στην επιστημονική ορολογία με τον αγγλικό όρο τρανζίστορ (βλ. λ.). * * * η (ηλεκτρολ.) διάταξη που αποτελείται από συνδυασμό κρυστάλλων ημιαγωγών προσμίξεων τύπου δότη και δέκτη με τρεις ή περισσότερες επαφές, που… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • Κον, Βάλτερ — (Walter Kohn, Βιέννη 1923 –). Αμερικανός χημικός, αυστριακής καταγωγής. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Τορόντο και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ. Το 1948 έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το ίδιο πανεπιστήμιο, αναπτύσσοντας… …   Dictionary of Greek

  • Μπράτεν, Γουόλτερ Χάουζερ — (Walter Houser Brattain, Αμόι 1902 – 1987). Κινέζος φυσικός. Σπούδασε στην Αμερική, όπου το 1929 έγινε μέλος του ερευνητικού ομίλου των εργαστηρίων της Bell Telephone, στον οποίο οφείλεται η ανακάλυψη των τρανζίστορ και άλλες σημαντικές μελέτες… …   Dictionary of Greek

  • αργό — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην ομάδα των ευγενών αερίων. Έχει σύμβολο Ar, ατομικό αριθμό 18 και ατομικό βάρος 39,944· λιώνει στους 189,4°C και βράζει στους 185,4°C κάτω από πίεση μίας ατμόσφαιρας. Ο Χένρι Κάβεντις, μελετώντας τον αέρα το 1785,… …   Dictionary of Greek

  • δεσμευτής — Υλικό που εμφανίζει έντονη χημική συγγένεια με άλλα υλικά. Το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων ατόμων ή μορίων από ένα περιβάλλον. Για παράδειγμα, το βάριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να απομακρύνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”